- τρυπανισμός
- ο, ΝΑ [τρυπανίζω]διάνοιξη οπής ή τρήματος με τρυπάνι, τρυπάνισηνεοελλ.ιατρ. εγχείρηση που συνίσταται στη διάνοιξη στομίου σε οστό το οποίο περιβάλλει οστική κοιλότητα, ανάτρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρυπανισμός — ο 1. τρυπάνιση (βλ. λ.). 2. κρανιοτομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρυπανισμός του κρανίου — Μέθοδος γνωστή από τους προϊστορικούς χρόνους στην οποία έχουν αποδοθεί διάφορες σημασίες: πράξη καννιβαλισμού, επέμβαση για θεραπευτικούς σκοπούς, θρησκευτική τελετή, μαγεία. Σήμερα εκτελείται από μικρές εθνικές ομάδες στην περιοχή της Ωκεανίας… … Dictionary of Greek
τρυπανισμοῦ — τρυπανισμός boring masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπή — η, ΝΜΑ [περικόπτω] πληθ. οι περικοπές και αι περικοπαί εκκλ. αποσπάσματα ή τμήματα τής Αγίας Γραφής τα οποία διαβάζονται στις διάφορες ακολουθίες τής θείας λατρείας, όπως είναι τα μέρη τών Ευαγγελίων και τών Επιστολών τών αποστόλων, που… … Dictionary of Greek
τρυπάνιση — η, Ν [τρυπανίζω] διάνοιξη οπής με τρυπάνι, τρυπανισμός … Dictionary of Greek
τρυπάνισμα — το, Ν [τρυπανίζω] το αποτέλεσμα τού τρυπανίζω, τρυπανισμός … Dictionary of Greek
τρυπάνιση — η το τρυπάνισμα, ο τρυπανισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)